γουργούλα

γουργούλα
η кормовое весло

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γουργούλα" в других словарях:

  • γουργούλα — η κουπί που εξέχει από τη μεριά τής πρύμνης και χρησιμοποιείται όπως η προπέλα για να προωθείται η βάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γουργούλι < γοργούλι < γοργός] …   Dictionary of Greek

  • γουργουλίζω — [γουργούλα] προωθώ βάρκα με τη γουργούλα, με το ουράδιο …   Dictionary of Greek

  • κουπί — Κομμάτι ξύλου διαμορφωμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να χρησιμεύει για την πρόωση σκάφους με τη χρησιμοποίηση της μυϊκής δύναμης του ανθρώπου. Το κ. είναι μοχλός δεύτερου είδους, στον οποίο και η δύναμη και η αντίσταση εφαρμόζονται αντίστοιχα στη… …   Dictionary of Greek

  • ουράδι — το (Μ οὐράδιον) [ουρά] μικρή ουρά, ουρίτσα νεοελλ. ναυτ. κουπί προσδεδεμένο στην πρύμνη βάρκας ή άλλου πλοιαρίου, το οποίο κινεί ελικοειδώς ο χειριστής του για την προώθηση τού σκάφους, αλλ. γουργούλα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»